- ψυχροπότης
- ὁ, Ααυτός που πίνει κρύο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. ψυχο-πότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχροπότης — cold water drinker masc nom sg ψυχροποτέω drink cold water imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροποτῶν — ψυχροπότης cold water drinker masc gen pl ψυχροποτέω drink cold water pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροπόταις — ψυχροπότης cold water drinker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροπότῃ — ψυχροπότης cold water drinker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροποσία — η, ΝΜΑ [ψυχροπότης] πόση κρύου νερού και, γενικά, κρύων ποτών («τοῑς ἀκράτως ἔχουσι πρὸς ψυχροποσίαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ψυχροποτώ — έω, Α [ψυχροπότης] πίνω κρύο νερό («τὴν ἀρτηρίαν διαφθείρει ψυχροποτῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek